πλατύπους

πλατύπους
(platypus). Γένος κυλινδρικών κολεόπτερων, της οικογένειας των Πλατυποδιδών. Έχουν πλατύ μέτωπο και ζουν μέσα στα ξύλα διάφορων δέντρων. Το κυριότερο είδος είναι οπ. ο κυλινδρικός, που ζει στις βελανιδιές της Ευρώπης.
* * *
-ουν / πλατύπους, -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν
(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, πλατυπόδαρος
νεοελλ.
1. ως ουσ. αυτός που πάσχει από πλατυποδία
2. το αρσ. ως ουσ. ο πλατύπους
ονομασία τού μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην οικογένεια ornithorhynchidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ-* + πούς (πρβλ. ταχύ-πους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλατύπους — flat footed masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύποδας — πλατύπους flat footed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύποδες — πλατύπους flat footed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύποδος — πλατύπους flat footed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύπουν — πλατύπους flat footed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Platypus — For other uses, see Platypus (disambiguation). Platypus[1] Temporal range: 66–0 Ma …   Wikipedia

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”